πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… … Dictionary of Greek
σερρανίδες — (Ceranides). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών, που ζουν στις θερμές και τις εύκρατες θάλασσες. Το σώμα τους γενικά είναι κοντόχοντρο, συμπιεσμένο ελαφρά, με μέτριο ή μεγάλο κεφάλι και καλύπτεται συνήθως με κτενοειδή λέπια. Έχουν μεγάλο στόμα με… … Dictionary of Greek
σφυρίδα — Κοινό όνομα του τελεόστεου ψαριού σερράνος ο κύνειος (serranus caninus), της οικογένειας των Σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και τριγωνικό σώμα με ράχη κυρτή. Ο χρωματισμός της είναι γαλαζόμαυρος στα πάνω τμήματα του σώματος… … Dictionary of Greek
χάνος — Περισσότερο γνωστή ονομασία του ψαριού σερράνος ο ήπατος της οικογένειας των σερρανιδών, που ανήκει στην υποτάξη των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Πρόκειται για θαλασσινή πέρκα, που ζει κοντά στις ακτές, σε αβαθείς θάλασσες των θερμών… … Dictionary of Greek
Ατίλιος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Α. Καλατίνος (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Συμμετείχε στον Α’ Καρχηδονικό πόλεμο, κατόπιν έγινε πραίτορας στη Σικελία, ύπατος (258 και 254) και δικτάτορας (249). 2. Α. Λεύκιος. Δήμαρχος της Ρώμης, το 311… … Dictionary of Greek